- έρδω
- ἔρδω (Α)1. ενεργώ, εκτελώ (α. ἔρξον, ὅπως ἐθέλεις, Ομ. Ιλ.β. «ἔρδειν ἔργα βίαια», Ομ. Οδ.)2. θυσιάζω (α. «κατά βωμοὺς ἔρδομεν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἐκατόμβας», Ομ. Ιλ.β. «οὐδ’ ἔρδειν μακάρων ίεροῑς ἐπὶ βωμοῑς», Ησίοδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < (F)έρδω < Fέρζδω < *(F)εργjωτο ρ. έρδω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *werĝ- «κάνω» (πρβλ. έργον, ρέζω). Συνδέεται με ενεστ. αβεστ. v∂r∂zyeiti = γοτθ. waurkeip, αρχ. άνω γερμ. wurchit, οι οποίοι όμως σχηματίστηκαν από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας *wrĝ-ieti, ενώ το έρδω διατήρησε την απαθή. Η χρήση τού ρ. υποχώρησε νωρίς έναντι τών συνωνύμων: εργάζομαι, ποιώ, πράττω.ΠΑΡ. αρχ. έργμα, έρκτωρ.ΣΥΝΘ. αρχ. απέρδω, προσέρδω, συνέρδω].
Dictionary of Greek. 2013.